- ἐπίπλευσις
- ἐπίπλευσις, εως, ἡ,A sailing against, ἐ. ἔχειν to have the power of attacking (the weather gage), opp. ἀνάκρουσις, Th.7.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιπλεύσει — ἐπίπλευσις sailing against fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιπλεύσεϊ , ἐπίπλευσις sailing against fem dat sg (epic) ἐπίπλευσις sailing against fem dat sg (attic ionic) ἐπιπλέω sail upon aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιπλέω sail upon fut ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπλευσιν — ἐπίπλευσις sailing against fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek
ἐπιπλεύσῃ — ἐπιπλεύσηι , ἐπίπλευσις sailing against fem dat sg (epic) ἐπιπλέω sail upon pres part act fem dat sg (epic ionic) ἐπιπλέω sail upon aor subj mid 2nd sg ἐπιπλέω sail upon aor subj act 3rd sg ἐπιπλέω sail upon fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)